Εικονικά Τιμολόγια – Παραγραφή αξιοποίνου
Με απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης επιχειρηματίας που
δραστηριοποιούνταν στο χώρο της εμπορίας σιδηρικών καταδικάστηκε σε ποινή
φυλάκισης δύο ετών με τριετή αναστολή για το αδίκημα της αποδοχής εικονικών
φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή κατ’ εξακολούθηση (άρθρο 66 § 5
Ν.4174/2013 – ΚΦΔ), που τελέσθηκε κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2006
έως και 31-12-2006 και από 1-1-2007 έως και 31-12-2007 καθώς ενεργώντας με
πρόθεση με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου
εγκλήματος, καταχώρησε στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησής του συνολικά 8
εικονικά φορολογικά στοιχεία για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολό τους
συνολικής καθαρής αξίας 48.072 €. Ο έλεγχος της φορολογικής διοίκησης
ολοκληρώθηκε στις 09-06-2016, όπως φαίνεται και από την έκθεση ελέγχου.
Κατά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου στον δεύτερο βαθμό προβλήθηκε ο
αυτοτελής ισχυρισμός περί παραγραφής του αξιοποίνου.
Στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να εφαρμοστεί ο επιεικέστερος υπ’ αριθ.
4745/2020 νόμος, ο οποίος με τα άρθρα 32 παρ. 3 και 4 τροποποίησε τα άρθρα 55α
και 68 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αλλάζοντας έτσι το χρόνο που
θεωρείται ότι τελείται το αδίκημα της φοροδιαφυγής και της έκδοσης εικονικών
φορολογικών στοιχείων και της αντίστοιχης έναρξης του χρόνου παραγραφής του
αξιοποίνου. Με τον συγκεκριμένο νόμο αντί να θεωρείται ως χρόνος τέλεσης
αδικήματος ο χρόνος που οριστικοποιείται η βεβαιωμένη φορολογική παράβαση
(κατά παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα για το χρόνο
τέλεσης της πράξης), με βάση τον νόμο 4745/2020 κρίσιμος χρόνος για την αποδοχή
εικονικού φορολογικού στοιχείου είναι ο χρόνος που ο λήπτης τα παραλαμβάνει προς
καταχώρισή τους στα λογιστικά του βιβλία και συνεπώς ο χρόνος παραγραφής του
αξιοποίνου αρχίζει από τότε (κατά το πρότυπο που ισχύει για όλα τα αδικήματα με τις
γενικές διατάξεις του ΠΚ). Πλέον η ερμηνεία του Αρείου Πάγου στο σχετικό ζήτημα
έχει ανατραπεί, πλην όμως κατά το χρόνο εκδίκασης της συγκεκριμένης υπόθεσης η
ερμηνεία της σχετικής ρύθμισης του νόμου 4745/2020 για την έναρξη της
παραγραφής ήταν αυτή που αναλύθηκε παραπάνω.
Οι πράξεις που φέρεται να τελέσθηκαν έγιναν κατά το νεότερο επιεικέστερο νόμο
στις 08-02-2006, στις 11-06-2006, στις 15-09-2006, στις 13-11-2006, στις 22-03-
2007, στις 11-05-2007, στις 02-11-2007 και στη 1-12-2007 και τότε ξεκίνησε ο
χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου για την κάθε μία επιμέρους πράξη, ενώ ο έλεγχος
της φορολογικής διοίκησης ολοκληρώθηκε στις 9-06-2016 όπως φαίνεται και στην
έκθεση ελέγχου. Συνεπώς, όταν έγινε ο φορολογικός έλεγχος το έτος 2016 είχε ήδη
εξαλειφθεί το αξιόποινο του αδικήματος της φοροδιαφυγής λόγω παρόδου άπρακτων
των πέντε ετών από το χρόνο τέλεσης της πράξης, ενώ δεν μεσολάβησε καν
αναστολή εν επιδικία όσο διήρκησε η διαδικασία στη διοικητική δικαιοδοσία
(προσφυγές κατά των Πράξεων Βεβαίωσης Παράβασης) και μάλιστα χωρίς τον
περιορισμό του 113α’ ΠΚ, γιατί αυτή η διοικητική διαδικασία ΔΕΝ ξεκίνησε
εντός του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου για τα πλημμελήματα, δηλαδή
εντός πέντε ετών από το χρόνο τέλεσης του αδικήματος, ούτως ώστε να επέλθει η
αναστολή (χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 113 α’ ΠΚ). Συνεπώς, ανεξάρτητα από το τι αφορά τη διοικητική διαδικασία, η οποία έχει ολοκληρωθεί με έκδοση
αμετάκλητων αποφάσεων, το αξιόποινο του ποινικού αδικήματος της αποδοχής
εικονικών φορολογικών στοιχείων έχει εξαλειφθεί.
Δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 96 του Ν. 4745/2020 δεν εφαρμόζεται
στις εκκρεμείς υποθέσεις το άρθρο 32 παρ. 3 και 4 του Ν 4745/2020 που
τροποποίησε τα άρθρα 55α και 68 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας για το
χρόνο τέλεσης της πράξης και έναρξης της παραγραφής του ποινικού αδικήματος.
Ωστόσο, αυτή η λύση δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή από το Δικαστήριο, καθώς οι
ρυθμίσεις για το χρόνο τέλεσης της πράξης και της παραγραφής αποτελούν κατά
πάγια νομολογία ρυθμίσεις ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 305/2016, ΑΠ 1318/2017, ΑΠ
2012/2019, ΑΠ 159/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως τέτοιες δεσμεύονται από την
αρχή εφαρμογής της επιεικέστερης διάταξης νόμου κατά το άρθρο 2 ΠΚ, όπως η
αρχή αυτή δεσμεύει το ποινικό μας σύστημα από το άρθρο 7 του Ελληνικού
Συντάγματος και από διεθνή κείμενα, όπως το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για
τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το άρθρο 49 του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου. Συνεπώς, η μεταβατική διάταξη του άρθρου 96 του Ν. 4745/2020 πρέπει
να μείνει ανεφάρμοστη, όπως άλλωστε είναι η τάση στην πρόσφατη ακόμα
νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας που δεν εφαρμόζουν την ως άνω μεταβατική
διάταξη ως αντισυνταγματική (βλ. Τριμ.Εφ.Κακ. Κρήτης 3/2021).
Μετά από εργώδη προσπάθεια της υπεράσπισης να πείσει το δικαστήριο να μην
εφαρμόσει την κατά την άποψή μας αντισυνταγματική μεταβατική διάταξη του
άρθρου 96 του Ν. 4745/2020, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο (ως β’ βάθμιο
δικαστήριο) δέχτηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί Παραγραφής και έπαυσε οριστικά
την ποινική δίωξη.