Ευθύνη διοικητών εταιρίας για λήψη εικονικού τιμολογίου μέσο τέλεσης φοροδιαφυγής
Η υπόθεση αφορούσε μία εταιρία που δραστηριοποιούνταν στον χώρο της
κατασκευής πλαστικών σωλήνων. Στα πλαίσια διαφημιστικής προσπάθειας αγόρασε
υπηρεσίες διαφήμισης από αθλητικό σύλλογο. Για τη συναλλαγή αυτή απεδέχθη
τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Στα πλαίσια τακτικού φορολογικού ελέγχου της
εταιρίας το έτος 2019 τα συγκεκριμένα τιμολόγια κρίθηκαν μερικώς εικονικά λόγω
υποτιθέμενης υπερτιμολόγησης, με σκοπό να εμφανίσει η εταιρεία αυξημένα έξοδα
και να εκπέσει ποσό Φ.Π.Α. που θα έπρεπε να αποδώσει στο Δημόσιο.
Κινήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των τεσσάρων διαχειριστών της εταιρίας κατ’
αρχήν για το αδίκημα της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 66 §5
ν.4174/2013). Σε μεταγενέστερο χρόνο ασκήθηκε και δεύτερη δίωξη σε βάρος των
ίδιων προσώπων για το αδίκημα της φοροδιαφυγής στον Φ.Π.Α. Η υπόθεση
εσφαλμένα χωρίστηκε διαδικαστικά και δικάστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου
Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για το αδίκημα των εικονικών φορολογικών
στοιχείων μεμονωμένα.
Οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων είχαν ως εξής:
1. Κακώς ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της αποδοχής εικονικών
φορολογικών στοιχείων γιατί υπάρχει συρροή με το αδίκημα της φοροδιαφυγής
στον Φ.Π.Α., έστω και αν ασκήθηκε δίωξη για αυτό σε μεταγενέστερο χρόνο.
Αυτό επιτάσσεται από την ευθεία εφαρμογή του άρθρου 66 §5 εδ. α’ ΚΦΔ που
ορίζει ρητά ότι αν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη
διάπραξη ή την υποστήριξη πράξης φοροδιαφυγής είτε στο εισόδημα είτε στον
Φ.Π.Α., ο δράστης τιμωρείται μόνο για τη φοροδιαφυγή. Αυτό κατ’ ουσίαν
υπηρετεί την αρχή απαγόρευσης διπλής τιμώρησης για την ίδια πράξη (ne bis in
idem). Αυτός ο ισχυρισμός αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι επίμαχες
φορολογικές χρήσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί δίωξη για φοροδιαφυγή είναι
ίδιες με τις χρήσεις στις οποίες έγινε η αποδοχή των επίμαχων φορολογικών
στοιχείων, ενώ όλα αυτά προέκυψαν ως αξιόποινα δυνάμει της ίδιας έκθεσης
φορολογικού ελέγχου του 2016.
2. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε το γεγονός ότι τα επίμαχα τιμολόγια δεν ήταν
εικονικά, καθώς αν ανατρέξει κανείς στην εποχή που φαίνεται ότι εκδόθηκαν και
απεδέχθησαν τα τιμολόγια και συγκρίνει το κόστος παρόμοιων παρεχόμενων
υπηρεσιών από άλλους αθλητικούς συλλόγους και μάλιστα χαμηλότερου
βεληνεκούς, φαίνεται ότι το τίμημα δεν ήταν δυσανάλογα μεγάλο κατά τα
συναλλακτικά ήθη.
3. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου (μετά από
προσφυγή που ασκήθηκε κατά των πράξεων βεβαίωσης παράβασης) που
χαρακτήριζε τα τιμολόγια ως μερικώς εικονικά ως προς το τίμημα, δηλαδή
αναγνώρισε υπερτιμολόγηση. Δεν προσδιόριζε όμως το ποσοστό εικονικότητας
ως όφειλε. Αυτό ήταν πολύ κρίσιμο για το ποινικό δικαστήριο, επειδή το όριο για
τον κακουργηματικό χαρακτήρα του αδικήματος της αποδοχής εικονικών
φορολογικών στοιχείων ήταν να έχουν αυτά αξία μεγαλύτερη των 200.000 €, ενώ
τα επίμαχα είχαν συνολική αξία 235.000€. Συνεπώς, αν αναγνωριστεί ποσοστό
εικονικότητας λ.χ. έως 85%, η αξία των εικονικών τιμολογίων στη χειρότερη
περίπτωση είναι κάτω των 200.000€ (συγκεκριμένα 199.750€ με αναγνωρισμένο
ποσοστό εικονικότητας ύψους 85%). Συνεπώς η πράξη απεμπολεί τον
κακουργηματικό χαρακτήρα της και ως πλημμέλημα έχει παραγραφεί, καθώς τα
επίμαχα εικονικά τιμολόγια καταχωρίστηκαν στα βιβλία της επιχείρησης τα έτη
2008, 2009 και 2010.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έκανε δεκτό τον πρώτο υπερασπιστικό
ισχυρισμό και αθώωσε τους κατηγορουμένους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 66 §5 εδ.
α’ ΚΦΔ.