Ευθύνη νοσηλευτικού προσωπικού και ιατρών για θανατηφόρα έκθεση και μεταβολή κατηγορίας σε σωματική βλάβη από αμέλεια.
Ηλικιωμένη που έπασχε από άνοια, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ και κολπική
μαρμαρυγή εισήχθη σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων το έτος 2015. Ελάμβανε
κανονικά τη φαρμακευτική αγωγή που έπρεπε, πλην όμως μετά από 20 ημέρες η
υγεία της έδειχνε να επιδεινώνεται. Μετά από αίτημα των συγγενών εξετάσθηκε από
τον συμβεβλημένο με τη μονάδα ιατρό, ο οποίος διαπίστωσε ότι είχαν εμφανιστεί
κατακλίσεις του δέρματος και των μαλακών μορίων της ιεροκοκκυγικής χώρας λόγω
κλινοστατισμού. Συστήθηκε επιμελής και καθημερινός καθαρισμός, χρήση
αεροστρώματος και ειδικών κρεμών. Μετά από δύο εβδομάδες η υγεία της
ηλικιωμένης επιδεινώθηκε (εμφάνισε κατακλίσεις δευτέρου και τρίτου βαθμού) και
μεταφέρθηκε με πρωτοβουλία της Μονάδας στο οικείο Γενικό Νοσοκομείο με
εμπύρετο λοίμωξη του ουροποιητικού, μη καθορισμένης εντόπισης. Έλαβε εξιτήριο
δύο ημέρες αργότερα, απύρετη και αιμοδυναμικά σταθερή. Έκτοτε η φροντίδα της
γινόταν από την οικογένειά της στην οικία της. Δυστυχώς, όμως, είκοσι ημέρες μετά
το εξιτήριο υπέστη ισχαιμικό επεισόδιο με ισχαιμικές εστίες μυοκαρδίου που
διήρκεσαν περίπου 4 – 5 ημέρες, με αποτέλεσμα να καταλήξει από ισχαιμική
καρδιοπάθεια. Το μείζον νομικό ζήτημα ήταν το εάν το ισχαιμικό επεισόδιο ήταν
αποτέλεσμα των κατακλίσεων που έφερε η θανούσα σε διάφορα σημεία του σώματός
της.
Για αυτό το περιστατικό κατηγορήθηκαν για θανατηφόρα έκθεση δια παραλείψεως
(306 § 2 περ. β’ + 15 ΠΚ), μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Δ.Σ. της μονάδας, ο ιατρός
που εξέτασε τη θανούσα ως συμβεβλημένος με τη μονάδα και η προϊστάμενη
νοσηλεύτρια.
Ήδη από την προδικασία, οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων είχαν
ως εξής :
1. Δεν υπήρξε παράλειψη εκ μέρους της Μονάδας καθώς μόλις έγινε φανερή η
επιδείνωση της υγείας της θανούσας, εξετάσθηκε από ειδικό ιατρό που διέγνωσε
ορθά την κατάσταση και έδωσε οδηγίες.
2. Μετά τη διάγνωση που επιδεινώθηκε και άλλο η υγεία της θανούσας διεκομίσθη
στο νοσοκομείο χωρίς καθυστέρηση και έκτοτε δεν εμπλέκονται στην υπόθεση,
καθώς η οικογένειά της ανέλαβε τη φροντίδα της στην οικία της.
3. Σε κάθε περίπτωση, μετά το εξιτήριο που έλαβε η θανούσα από το νοσοκομείο, η
κατάσταση τα υγείας της ήταν καλή (απύρετη και αιμοδυναμικά σταθερή). Συνεπώς,
το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας ειρήνευσε μετά την έξοδο από το
νοσοκομείο και συνεπώς έπαψε να συντρέχει κάθε κίνδυνος που τυχόν
δημιουργήθηκε όσο η ηλικιωμένη ήταν τρόφιμη στη μονάδα και ο οποίος μπορούσε
να εξελιχθεί αυτοδύναμα και αναπόδραστα στο αποτέλεσμα του θανάτου.
4. Ακόμη και αν δεχθούμε κάποιες υποτυπώδεις παραλείψεις όσο η θανούσα ήταν
υπό την φροντίδα της Μονάδας, αυτές δεν συνδέονται αιτιωδώς με τον θάνατο της
ηλικιωμένης. Ακόμη και αν οι κατακλίσεις ήταν σε προχωρημένο στάδιο, αυτές θα
οδηγούσαν στο θάνατο λόγω σηπτικού σοκ και η αιτία θανάτου θα ήταν η σήψη.
Αυτό όμως δεν ήταν η αιτία θανάτου κατά τη νεκροψία και ούτε αποδεικνύεται με τα
μέχρι τώρα επιστημονικά δεδομένα ότι οι κατακλίσεις στο δέρμα δημιουργούν
ισχαιμικό επεισόδιο
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκανε δεχτούς τους υπ’ αριθ. 2, 3, 4 ισχυρισμούς και
κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας παρέπεμψε μόνο τον έναν από τους
κατηγορουμένους (Προϊστάμενη νοσηλεύτρια) όχι για θανατηφόρα έκθεση, αλλά για
σωματική βλάβη από αμέλεια (314 ΠΚ), καθώς παρέλειψε να φροντίσει την
ηλικιωμένη επιμελώς ώστε να μην εμφανίσει κατακλίσεις δέρματος, αλλά και στη
συνέχεια παρέλειψε να ακολουθήσει με επιμέλεια τις οδηγίες του ιατρού που
διέγνωσε την κατάστασή της.
Τελικώς, ακόμα και για αυτήν την πράξη χαμηλής απαξίας εξαλείφθηκε το αξιόποινο
μέσω του νόμου περί υφ’ όρον παραγραφής του αξιοποίνου (Ν. 4411/2016) σε
συνδυασμό με τη μείωση του πλαισίου απειλούμενης ποινής που επήλθε με το νέο
Ποινικό Κώδικα.