Τελεί ποινικό αδίκημα απάτης ο σύμβουλος παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
επειδή ο επενδυτής έχασε τα χρήματά του στο χρηματιστήριο;
Η υπόθεση αφορούσε έναν εργαζόμενο σε εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
που είχε την ιδιότητα του επενδυτικού συμβούλου για λογαριασμό της. Εκείνος είχε
προσωπικούς δεσμούς φιλίας με έναν κύριο ο οποίος ήταν στρατιωτικός που
αποστρατεύτηκε το 2019. Τότε πήρε εφάπαξ ποσό 55.000 € και τον συμβουλεύτηκε
επειδή είχε γνώσεις σε θέματα χρηματιστηρίου και επενδύσεων για το πως θα
μπορούσε να αποταμιεύσει με ασφάλεια τα χρήματά του αυτά.
Ο σύμβουλος του πρότεινε ως ασφαλέστερο και σίγουρο τρόπο «αποταμίευσης» των
χρημάτων του μία μορφή επένδυσης σε ομόλογα που εξέδιδε μία αλλοδαπή εταιρεία
που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της πράσινης ανάπτυξης με έργα περιβαλλοντικού
χαρακτήρα. Τα χρήματα θα ήταν κλειστά για 1,5 χρόνο και θα καταβαλλόταν στον
επενδυτή (έχει σημασία ο χαρακτηρισμός του ως επενδυτή) τόκος ύψους 9% επί του
κεφαλαίου που επενδύθηκε για όσο διάστημα κρατούσε ανεξαργύρωτα τα
συγκεκριμένα ομόλογα. Σε αυτή την επένδυση διαμεσολαβήτρια εταιρία θα ήταν η
εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στην οποία εργαζόταν ο σύμβουλος.
Ο συνταξιούχος απεδέχθη προφορικά την πρόταση και υπέγραψε τη σύμβαση σε
μεταγενέστερο χρόνο, αφού είχε καταβάλλει τα χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό
της διαμεσολαβήτριας επενδυτικής εταιρίας εδρεύουσας στην Ελλάδα. Οι τόκοι
καταβάλλονταν κανονικότατα, δυστυχώς, όμως, για λόγους που δεν έχουν σχέση με
το παρόν ιστορικό η αλλοδαπή εταιρία χρεοκόπησε και όταν το 2021 ο επενδυτής
ζήτησε να πάρει πίσω το κεφάλαιο που είχε επενδύσει (αποταμιεύσει κατά τη δική
του αντίληψη) αυτό δεν κατέστη εφικτό.
Υπαίτιος θεωρήθηκε ο σύμβουλος που του πρότεινε αυτό το επενδυτικό πρόγραμμα
ως ασφαλές για τα χρήματά του (ενώ ήταν ανασφαλές) και για το οποίο είχε εγγυηθεί
την αξιοπιστία του προφορικά. Έτσι, υποβλήθηκε έγκληση εναντίον του για τέλεση
πλημμεληματικής απάτης (386 ΠΚ). Κινήθηκε ποινική δίωξη και ο κατηγορούμενος
παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου
Θεσσαλονίκης.
Οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είχαν ως εξής :
1. Δεν στοιχειοθετείται κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
αδικήματος της απάτης. Πιο συγκεκριμένα, δεν παραστάθηκε κανένα ψευδές
γεγονός ως αληθινό, ούτε αποκρύφθηκε αθέμιτα, ούτε παρασιωπήθηκε αληθινό
γεγονός. Το πρόγραμμα που πρότεινε ο κατηγορούμενος είχε επενδυτικό
χαρακτήρα ο οποίος ήταν εν γνώσει του εγκαλούντος από την πρώτη στιγμή.
Ακόμα και αν αμφισβητείται το περιεχόμενο της προφορικής συμφωνίας που
έλαβε χώρα (επειδή ισχυρίστηκε ο εγκαλών ότι είχε συμφωνήσει προφορικά ένα
αποταμιευτικό πρόγραμμα), όταν σε μεταγενέστερο χρόνο υπέγραψε ο εγκαλών
τις συμβάσεις θα μπορούσε να αντιδράσει στον όρο που προέβλεπε ότι ο
επενδυτής (και λήπτης αυξημένου τόκου 9%, ανάλογου του ρίσκου που
αναλαμβάνει) αναλαμβάνει και τον κίνδυνο παντελούς απώλειας των χρημάτων
του. Πλην όμως τον αποδέχθηκε σιωπηρά, έστω και υπό την βαθιά εμπιστοσύνη
στις γνώσεις που είχε ο κατηγορούμενος. Η εγκυρότητα των ομολόγων δεν
αμφισβητήθηκε ποτέ και μάλιστα, το γεγονός ότι η όλη υπόθεση δεν ήταν
στημένη αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για πέντε εξάμηνα οι τόκοι
καταβάλλονταν κανονικά στον τραπεζικό λογαριασμό του εγκαλούντος.
2. Έλλειψη αιτιώδους συνάφειας και αλληλουχίας στα προβλεπόμενα στάδια
απάτης: Εφόσον λοιπόν κατά το χρόνο που έγινε η περιουσιακή μεταβολή στο
πρόσωπο του θύματος (καταβολή ποσού 55.000€ για εξαγορά ομολόγων) α)
υπήρχε η εταιρεία που εκτελούσε επενδύσεις στο εξωτερικό που πράγματι
χρηματοδοτούνταν, β) δεν αμφισβητείται η αγορά και η εγκυρότητα των
ομολόγων, γ) μεσολάβησε καταβολή τόκων της τάξης του 9% όπως προέβλεπε η
σύμβαση, δ) δεν απεδείχθη καμία ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής, αλλά μόνο σε
μεταγενέστερο χρόνο που πτώχευσε για διάφορους λόγους η αλλοδαπή εταιρία,
τότε δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια και αλληλουχία ανάμεσα στα στάδια που
προβλέπει ο νομοθέτης ως υποχρεωτικά για τη στοιχειοθέτηση της απάτης του
άρθρου 386 ΠΚ.
3. Αναπόδεικτη και ατεκμηρίωτη η θέση του εγκαλούντος για τη στοιχειοθέτηση
υποκειμενικής υπόστασης: Το να επικαλείται ο εγκαλών ότι ο κατηγορούμενος
εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που του έδειξε ως τρόπο απόδειξης της απάτης
αποτελεί «σόφισμα λήψης του αιτουμένου» και είναι λογικό λάθος γιατί
προσπαθεί να αποδείξει την απάτη παίρνοντας ως δεδομένη την τέλεση αυτής.
Πλην όμως, αυτό είναι το αποδεικτέο. Μάλιστα, ο εγκαλών μπέρδευε ακόμα και
κατά την εξέτασή του ως μάρτυρα κατηγορίας την εμπιστοσύνη που είχε στον
κατηγορούμενο ως σύμβουλο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την
εμπιστοσύνη που του είχε ως άνθρωπο. Όμως για το υπό κρίση αδίκημα της
απάτης, είναι διαφορετικό ζήτημα να διαψεύδονται οι προσδοκίες σου για το
επίπεδο των γνώσεων ή τη δυνατότητα σωστής εκτίμησης κινδύνων ενός
επαγγελματία του κλάδου των χρηματιστηριακών με το να διαψεύδονται οι
προσδοκίες σου για το ότι δεν θα σε εξαπατούσε ο συγκεκριμένος επαγγελματίας.
4. Το επιχείρημα της υποστήριξης της κατηγορίας ότι η συγκεκριμένη επένδυση
ήταν παρακινδυνευμένη και δεν συνάδει με το συντηρητικό προφίλ του
εγκαλούντος καταρρίπτεται από το γεγονός ότι τη δεδομένη στιγμή που ζητήθηκε
η παροχή συμβουλών από τους κατηγορουμένους η κατάσταση στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας ήταν τόσο ανασφαλές που η
συγκεκριμένη επένδυση φαινόταν ακόμα και στον μέσο – συντηρητικό επενδυτή
ότι ενέχει χαμηλότερο κίνδυνο για την περιουσία του, ειδικά μάλιστα όταν
μεσολαβεί και το κίνητρο την καταβολής τόκων ύψους 9% επί του αρχικού
κεφαλαίου, το οποίο ομολογήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από τους
μάρτυρες κατηγορίας.
5. Σε κάθε περίπτωση, δεν εξηγείται από το κατηγορητήριο αλλά ούτε προέκυψε και
από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο το ποιος επρόκειτο να
αποκομίσει το παράνομο περιουσιακό όφελος από όλη αυτή τη διαδικασία και
ποιο το συμφέρον του κατηγορουμένου σε αυτό.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, παρά την αντίθετη πρόταση του κου Εισαγγελέα
κήρυξε τον κατηγορούμενο ομόφωνα αθώο για το αποδιδόμενο σε αυτόν αδίκημα της
απάτης.